Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια! Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό! Μεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι, οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό. Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια, παραβγαίνανε στὴν παίδεια μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά, φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά! Ἀνωχώρι, Κατωχώρι, ἀνηφόρι, κατηφόρι, καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή, ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή. Εἴκοσι χρονῶ γομάρι σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά. Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι (ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι) ὄργωνα στὰ ρέματα τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα. Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα» κουβαλοῦσα πολυβόλα νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ. Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη ἐκουβάλησα τὴ νύφη καὶ τὴν προῖκα της βουνό, τὴν τιμή της οὐρανό! Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ. Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός: «Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός! Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι. Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί, νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή! -Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου! -Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου! -Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!... -Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!» Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα παρασφίξουνε τὰ γέρα, θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ, τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό! Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ (ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή), Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη, τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του νὰ φιλάει τὰ γένια του! Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα, μὲ πετάξανε μακριὰ νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά. Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο: «Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν! Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη, σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ! Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...» Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί. Τότενες τὸ μαῦρο φίδι τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά: «Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια, μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ. Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ λευτεριά, παίρνει σπαθί. Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου- τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου! Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό. Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αἰώνιο! Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς. Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

Δεν υπάρχουν σχόλια: